ημιπόδιος

ημιπόδιος
ο (Α ἡμιπόδιος)
νεοελλ.
ζωολ. πτηνό τής τάξης των γερανόμορφων
αρχ.
το ημιπόδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ημι-* + πόδιον (< πους, ποδός), ενώ η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemipode < νεολατιν. hemipodius < hemi- (πρβλ. ημι-*) + podius (πρβλ. πους, ποδός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”